Ηχώ και Νάρκισσος
Ο Νάρκισσος ήταν ένα νεαρό αγόρι τόσο όμορφο, που μέχρι και οι θεές του Ολύμπου ζήλευαν την ομορφιά του. Μια μέρα, όπως σκύβει να πιει νερό σε μια λίμνη, στέλνουν οι θεοί τον Έρωτα να τον λαβώσει μ' ένα από τα βέλη του. Έτσι, όμως, ο Νάρκισσος ερωτεύεται την ίδια την εικόνα του εαυτού του. Φτάνει στο σημείο να μην βρίσκει κανένα άλλο πρόσωπο ελκυστικό, παρόλο που όλοι και όλες συνεχίζουν να τον ερωτεύονται. Αυτό ήταν που επιθυμούσαν οι θεοί: να υποφέρει αιωνίως, στερημένος από τη χαρά του έρωτα.
Η Ηχώ, από τη μεριά της, είχε πέσει και η ίδια θύμα της μνησικακίας της θεάς Ήρας. Η γυναίκα του Δία της είχε κάνει μάγια στερώντας της το χάρισμα της ομιλίας.
Η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα και της ομορφιάς, λυπήθηκε την Ηχώ, αλλά δεν μπορούσε να λύσει τα μάγια που της είχαν κάνει. Ελάφρυνε μόνο την τιμωρία της και της επέτρεψε να μιλάει μόνο για να επαναλαμβάνει ότι της έλεγαν οι άλλοι.
Ο μύθος λέει ότι, μια μέρα ο Νάρκισσος περπατούσε στην όχθη ενός ποταμού, θλιμμένος όπως πάντα και υποφέροντας από την τιμωρία που του είχαν επιβάλλει οι θεοί. Πίσω από μια συστάδα θάμνων, η Ηχώ τον παρακολουθούσε. Όπως όλοι όσοι τύχαινε να διασταυρωθούν με τον Νάρκισσο, έτσι και η Ηχώ ήταν ερωτευμένη μαζί του αλλά δεν έπαιρνε το θάρρος να βγει μπροστά του, αφού δεν θα μπορούσε να του πει τίποτε εκτός αν της μιλούσε αυτός πρώτος. Πολύ πικραμένη για την καταδίκη της, η Ηχώ έκλαιγε.
“Ποιος είναι εκεί? Ρωτάει ο Νάρκισσος ακούγοντας το κλάμα.”
“Ποιος είναι εκεί? Απαντάει η Ηχώ”.
“Εγώ είμαι, ο Νάρκισσος. Εσύ ποια είσαι?”
“Εγώ είμαι” επαναλαμβάνει η Ηχώ.
“Βγες στο φως, θέλω να σε δω” λέει ο νέος.
“Θέλω να σε δω” λέει και η Ηχώ.
“Τότε έλα εδώ” ζητάει ο Νάρκισσος.
“Έλα εδώ” επαναλαμβάνει η Ηχώ, “έλα εδώ”.
Ο Νάρκισσος φοβάται μήπως πέσει σε καμιά καινούργια παγίδα των θεών και δεν τολμάει να χωθεί μέσα στους θάμνους.
“Δεν καταλαβαίνεις πως έχω ανάγκη ν' αγαπήσω κάποια?” ρωτάει ο Νάρκισσος.
“Δεν καταλαβαίνεις? Απαντάει κλαίγοντας η Ηχώ.
“Βγες τώρα αμέσως...” αξιώνει ο Νάρκισσος, “αλλιώς αντίο”.
“Αντίο” επαναλαμβάνει η Ηχώ, “αντίο..., αντίο...”.
Ο ωραίος νέος συνειδητοποιεί ότι, επιτέλους, η αγάπη μπήκε στην καρδιά του. Ίσως γιατί δεν είδε την αγαπημένη του και δεν είχε την εικόνα της για να την συγκρίνει... Ίσως γιατί η φωνή της του έστελνε πίσω μόνο τα δικά του λόγια... Το βέβαιο πάντως είναι ότι, χωρίς καλά καλά να ξέρει το λόγο, ο Νάρκισσος ερωτεύτηκε.
“Γύρνα σε παρακαλώ”, φώναξε. “Σ' αγαπώ”.
Ήταν όμως πολύ αργά... η κοπέλα δεν τον άκουγε πια.
Κάθισε τότε ο Νάρκισσος στην όχθη του ποταμού κι έκλαψε. Έκλαψε όπως δεν είχε κλάψει ποτέ, ως το βράδυ και ολόκληρη τη νύχτα. Έκλαψε τόσο, που το πρωί, όταν βγήκε ο ήλιος, το κορμί του είχε στεγνώσει κι ο νέος είχε μεταμορφωθεί σε λουλούδι: τον νάρκισσο, που από τότε φυτρώνει στις όχθες των ποταμών και γέρνει πάνω από το νερό σαν να κλαίει κοιτάζοντας την εικόνα του που καθρεπτίζεται στο νερό.
Ο εξωτερικός μας κόσμος είναι μια αντίληψη, μια αφηρημένη έννοια. Διαθέτω μια εσωτερική εγγραφή για τον έξω κόσμο και, συνεπώς, πρέπει να προσπαθήσω να καταλάβω ότι ο κόσμος του άλλου δεν είναι ο δικός μου κόσμος. Δεν μοιραζόμαστε τον ίδιο κόσμο. Μπορούμε να φτιάξουμε έναν κοινό χώρο και να περνάμε μέσα σ' αυτόν. Ο εξωτερικός κόσμος είναι το ερέθισμα και ο εσωτερικός η αντίληψη που έχουμε γι' αυτόν. Όμως, εγώ δεν έχω σχέση με τον εξωτερικό κόσμο.
Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Ο δρόμος της συνάντησης”.
